βριμῶμαι

βριμῶμαι
βρῑμῶμαι , βριμάομαι
snort with anger
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
βρῑμῶμαι , βριμάομαι
snort with anger
pres ind mp 1st sg
βρῑμῶμαι , βριμάομαι
snort with anger
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
βρῑμῶμαι , βριμάομαι
snort with anger
pres subj mp 1st sg
βρῑμῶμαι , βριμάομαι
snort with anger
pres ind mp 1st sg (doric aeolic)
βριμάζω
roar like a lion
fut ind mid 1st sg
βριμόομαι
was indignant with
pres subj mp 1st sg
βριμόομαι
was indignant with
pres ind mp 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βριμώμαι — ( άομαι) και βριμούμαι ( όομαι) (Α) [βρίμη] βράζω από οργή ή αγανάκτηση …   Dictionary of Greek

  • καταβριμώμαι — καταβριμῶμαι, άομαι (Α) οργίζομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βριμῶμαι «βράζω από οργή»] …   Dictionary of Greek

  • φριμάσσομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. φριμάττομαι Α (λόγιος τ.) (για άλογα αλλά και για άλλα ζώα) φριμάζω αρχ. σκιρτώ από λαγνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. ενεστ. (πρβλ. τα συγγενή σημασιολογικός φρυάσσομαι, βριμῶμαι «βράζω από οργή ή αγανάκτηση, βλ. λ. βρίμη),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”